κατηγορήσεις

κατηγορήσεις
κατηγόρησις
predication
fem nom/voc pl (attic epic)
κατηγόρησις
predication
fem nom/acc pl (attic)
κατηγορέω
speak against
aor subj act 2nd sg (epic)
κατηγορέω
speak against
fut ind act 2nd sg
κατηγορέω
speak against
aor subj act 2nd sg (epic)
κατηγορέω
speak against
fut ind act 2nd sg
κατηγορέω
speak against
futperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • πώς — επίρρ. τροπ. και ερωτ. 1. με ποιον τρόπο: Πώς το έμαθες; 2. για ποιο λόγο: Πώς θέλησες να τον κατηγορήσεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”